- γλωσσόκομος
- γλωσσόκομοςsarcophagusmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γλωσσόκομος — γλωσσόκομος, ο (Μ) το γλωσσόκομον, κιβώτιο για φύλαξη χρημάτων και τιμαλφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + κομος < κομώ «φροντίζω για κάτι, περιποιούμαι»] … Dictionary of Greek
γλωσσοκόμους — γλωσσόκομος sarcophagus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
γλωσσοκόμοις — γλωσσόκομον case to keep the reeds neut dat pl γλωσσόκομος sarcophagus masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσοκόμου — γλωσσόκομον case to keep the reeds neut gen sg γλωσσόκομος sarcophagus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσοκόμωι — γλωσσοκόμῳ , γλωσσόκομον case to keep the reeds neut dat sg γλωσσοκόμῳ , γλωσσόκομος sarcophagus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσοκόμων — γλωσσόκομον case to keep the reeds neut gen pl γλωσσόκομος sarcophagus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσοκόμῳ — γλωσσόκομον case to keep the reeds neut dat sg γλωσσόκομος sarcophagus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσόκομον — case to keep the reeds neut nom/voc/acc sg γλωσσόκομος sarcophagus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωττοκόμου — γλωσσοκόμου , γλωσσόκομον case to keep the reeds neut gen sg γλωσσοκόμου , γλωσσόκομος sarcophagus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)